Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2008

Φοβάμαι το σκοτάδι


Θέλω να ανοίξω το στόμα μου και να τα βγάλω όλα από μέσα. Να ξεράσω αγάπη, φόβο, πόνο, χαρά, απογοήτευση, πίκρα. Να τα ξεράσω πάνω στην αθρωπότητα. Κάθομαι πάνω σε ένα αστέρι και βλέπω τη γη. Ένα κοριτσάκι που δεν έμαθε ακόμα πως να είναι γυναίκα ή μια γυναίκα που προσπαθεί να μην ξεχάσει να' ναι κοριτσάκι; Λοιπόν, ποιά είσαι; Χαμογελάς ε; Τι; Κλαις; Πάλι κλαις καλή μου;

-Κάθε μου δάκρυ είναι και μία λέξη που δεν μπόρεσα να πω, μια κραυγή που δεν μπόρεσα να φωνάξω, ένας οργασμός που δεν μπόρεσα να τελειώσω, ένα φιλί που δεν πρόλαβα να σαλιώσω...

Και μαδάω μαργαρίτες... Μ' αγαπώ, δεν μ' αγαπώ, μ'αγαπώ δεν μ' αγαπώ...
Α! Μ' αγαπώ τελικά. Μ'αγαπάς κι εσύ άραγε;

Οι δυο μου ρώγες μιλάνε μεταξύ τους. Τις ακούω να συζητάνε για τότε, που τις πιπίλισε κάποιος τελευταία φορά. Ανατριχιάζουν και κορδώνονται, κι έτσι θυμάμαι ότι είμαι γυναίκα.
Κι η καρδιά μου; Η καρδιά μου τι να λέει άραγε; Ποιός την ακούει κι αυτή; Μιλάει πάντα τόσο χαμηλόφωνα. Μου ψυθιρίζει λόγια αλλόκοτα και απ' αλλού φερμένα. Άλλωτε πάλι, μιλάει ακατάπαυστα και σιγανά, σαν ένα συνεχές νανούρισμα γεμάτο διαφωνίες, κι εγώ ενοχλημένη της κάνω νόημα να σταματήσει:
- Έϊ, σταμάτα, δεν μπορώ να ακούσω τι λένε οι ρώγες μου!

Όταν σε είδα μπροστά μου όλα πάγωσαν. Ήταν σαν ταινία, αλήθεια σου λέω. Είδα έναν αετό, που ώρα με περιτριγύριζε, να μου ξεσκίζει το στήθος και να παίρνει την καρδιά μου, αυτήν που μιλάει σιγανά. Ήμουν πια εκεί, έρμαιο της εικόνας σου, νιώθωντας μόνο μία μπότα να χτυπά στο στήθος μου σαν καλοκουρδισμένος μετρονόμος, σίγουρα συγχρονισμένη με την καρδιά μου που πετούσε στον ουρανό. Αν δεις κανέναν αετό εκεί που πετάς, σε παρακαλώ, μίλησέ του για την καρδιά μου. Η αλήθεια είναι ότι φοβάμαι και δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτήν και νομίζω ότι τώρα που ξεβούλωσαν και τα αυτιά μου, θα την ακούω πιο προσεχτικά.
Σ' ευχαριστώ