Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

Το ντούκου-ντούκου μου.



Θέλω να βουτήξω σε μία πισίνα με παραισθησιογόνα. Φοβάμαι κάθε λέξη που γράφω. Φοβάμαι μην εκραγεί καθώς τη γράφω και μείνω χωρίς χέρι. Τις τελευταίες μέρες φοβάμαι μην εκραγεί και το στήθος μου. Νιώθω ένα ακαθόριστο άρυθμο χτύπο, σαν χαλασμένη βόμβα. Δεν μπορώ να εκτονωθώ πια με τίποτα. Τα δάκρυα κυλάνε, χαραμίζονται, πέφτουν με κρότο. Αλλά αυτό το ντούκου-ντούκου δε σταματάει. Διακόπτει μέχρι και την απάθεια μου καμια φορά. Ούτε μία καλή μαλακία δεν μπορεί να σταματήσει το ντούκου-ντούκου μου πια. Πώς θα το κάνω να φύγει, μου λες; Έχω ξεμείνει από σχέδιο Β.

Τι ηλίθιες, χαζές που είστε λέξεις! Πόσο καθόλου δεν εμπεριέχεται την ουσία σας. Κραυγή! Είσαι η πιο χαζή λέξη, εσύ μαζί με τον πόνο. Χαζολέξεις! Περνάτε, και τι καταλαβαίνετε; Σταμάτα κι εσύ πια ντούκου-ντούκου μου! Το έπιασα το υπονοούμενο. Στο υπόσχομαι, πως την άλλη φορά που θα έρθει ο Κος Πόνος, δε θα τον διώξω μα θα τον κεράσω ένα νερατζάκι και καφέ γλυκί βραστό. Μόνο μπορείς να σταματήσεις να δέρνεις το ωραίο μου στήθος γιατί δεν μπορώ να ανασάνω; Ουφ! Γκρίνιες και μαλάκίες! Η σωστή ερώτηση ντούκου-ντούκου μου, είναι ποιος είναι ο σκοπός της επίσκεψής σου. Δουλειές η διακοπές; Χα χα χα! Και τι ακριβώς θα συμβεί όταν σταματήσεις, ω πόσο φοβάμαι! Λίγο πριν ακουστεί αυτό το μακρόσυρτο μπιπ... Θα με ανατινάξεις σακάτικη βόμβα; Άντε λοιπόν,
τι περιμένεις;





Υ.Γ. Στα ελάφια και στις πάπιες που μ'αφήνουν και σουλατσάρω στο βασίλειο τους.