Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

Με λένε Μαρία




Η έμπνευση είναι σαν το χέσιμο. Έρχεται πάντα την ώρα που δεν την περιμένεις και όταν έρθει δεν μπορείς να σκεφτείς τίποτα άλλο. Από την άλλη, όταν την αποζητάς, σε ζορίζει. Και τότε δεν μπορείς να πεις τίποτα άλλο, παρά μόνο την αλήθεια.

Με λένε Μαρία. Ποτέ δεν ήμουν περήφανη για το όνομά μου. Το θεωρούσα πολύ συνηθισμένο για κάποια τόσο ξεχωριστή όσο εγώ. Από την άλλη, Μαρία λένε τη γιαγιά μου.'Οταν είμαι στεναχωρημένη μου διαβάζει τον καφέ και μου δίνει να φάω από το πιάτο της. Μου δίνει να φάω το φαί της, καταλαβαίνεις; Μου λέει για τους έρωτες που δεν μπόρεσε να ζήσει, για τη μεριά στο κρεβάτι της που ήταν πάντα αδειανή. Τώρα τελευταία τα έχει χάσει, και ξεχνάει. Εγώ τσαντίζομαι, γιατί τρώω με δύο πιρούνια, αλλά μετά τη βλέπω να ξεκαρδίζεται στα γέλια με τα πρόστυχα αστεία μου και να μου λέει "λυσομούνικα είσαστε όλες σας" και θέλω να την πνίξω στην αγκαλιά μου. Γιαγιά μου που είσαι να μου τρίψεις την πλάτη με οινόπνευμα όταν αρρωσταίνω; Να μου φτιάξεις τηγανίτες για να πάρω στη θάλασσα;
Κι έτσι έμαθα να αγαπάω το όνομα μου. Είναι ένα όμορφο όνομα αν το καλοσκεφτείς. Μαρία, Μαράκι που κάνει ρήμα με το νεράκι και με το μουνάκι. Αχ! Πόσο μου άρεσε όταν με έλεγες Μαράκι. Ή ακόμα καλύτερα, "Μαράκι θα σου σκίσω το μουνάκι".

Τίποτα από όσα λέμε, κάνουμε ακόμα και γράφουμε δεν είναι για μας. Πάντα κάποιος θέλουμε να τα ακούσει, να τα διαβάσει, κάποιος να δει αυτό που κρύβουμε από κάτω. Κάτω από τα μάυρα γυαλιά. Ω πόσο τα μισώ αυτά τα μαύρα γυαλιά! Κρύβουν από κάτω μάτια θλιμμένα, ή ακόμα χειρότερα, μάτια αδιάφορα, κενά. Γιατί να είναι τόσο δύσκολο να αποδεχτείς ότι απλά κάτι δεν πάει καλά. Ότι απλά η ζωή σου δεν είναι τέλεια όπως νόμιζες. Και ότι μόνο κάποιες τέλεις στιγμές υπάρχουν, κι αυτές αν είσαι τυχερός και οξυδερκής. Δεν πειράζει όμως, απλά κοίτα με και εγώ θα κλάψω για τη δική σου δυστυχία, μαζί με όλες τις δικές μου. Θα μπορούσαμε ακόμα να μοιραστούμε και ένα τσιγάρο μαζί, ξέρεις, αυτό που σε σκοτώνει. Να καπνίσουμε μαζί και να μου πεις " δεν είμαι καλά". Επιτέλους, ας μου πει κάποιος ότι δεν είναι καλά, γιατί όποιον έχω ρωτήσει τον τελευταίο καιρό μου λέει με μια αυτοπεποίθηση ότι "όλα καλά". Έχω αρχίσει να ανησυχώ.

Την προηγούμενη βδομάδα κάποιος μου πήρε το πορτοφόλι. Προσπαθώ να τον φανταστώ να το ανοίγει, να βρίσκει με χαρά τα λεφτά, να χαίρεται για την καλή μπάζα και έπειτα; Κρατούσε στα χέρια του την ταυτότητα μου. Την απόδειξη της ύπαρξης μου. Είχα μέσα μια φωτογραφία μου και ένα ποιήμα. Το είχα γράψει για ένα παλιό μου έρωτα. Τίποτα δε με πείραξε όσο αυτό το ποιήμα που διάβασε. Την μόνη απόδειξη της ύπαρξης μου. Ένιωθα σαν να μπήκε κάποιος στο σπίτι μου την ώρα που κοιμόμουν και να με μύρισε.

Είμαι πολύ κουρασμένη, έχω πιεί πολύ ρούμι με φράουλες, και αφού μου τραγουδούσε όλο το βράδυ η Στελλίνα μου, πάω για ύπνο ευτυχισμένη. Ευτυχώς που υπάρχει και ο ύπνος και ονειρευόμαστε. "'Ολα καλά" λοιπόν αφού πάω επιτέλους για ύπνο. Καληνύχτα. Εύχομαι να με ονειρεύσαι.

Μαρία